- μιλλετία
- η(θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. milletia, από το επώνυμο τού Charles Μillett, Άγγλου αξιωματικού στην Άπω Ανατολή].
Dictionary of Greek. 2013.